αναχωρητής

αναχωρητής
Αυτός που ζει απομονωμένος σε ερημικούς τόπους. Ως μορφή θρησκευτικής ζωής, ο αναχωρητισμός πρωτοεμφανίστηκε στην Αίγυπτο τον 3ο αι. μ.Χ. (Παύλος ο Θηβαίος) και διαδόθηκε στη Συρία και την Παλαιστίνη. Τα κύρια χαρακτηριστικά του αναχωρητισμού είναι: απομόνωση, που μερικές φορές αποδέχεται την παρουσία και άλλων προσώπων στο ίδιο μέρος, αλλά σε χωριστά κελιά, και συναθροίσεις κατά τις θρησκευτικές γιορτές· ανυπαρξία ιεραρχικά ανωτέρου και υπακοή μόνο σε κανόνες και αρχές· χειρωνακτική εργασία και λιτότητα. Κατά την ανάπτυξη του μοναχικού βίου, γύρω από το κελί του α. αργότερα θα δημιουργηθεί το κοινόβιο, θα εξακολουθήσουν όμως να υπάρχουν εδώ και εκεί ερημητήρια α.
* * *
ο (Μ ἀναχωρητής)
ασκητής, μοναχός, ερημίτης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἀναχωρητής — one who has retired from the world masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αναχωρητής — ο ασκητής, ερημίτης: Ο Αλέξ. Παπαδιαμάντης ουσιαστικά ήταν ένας αναχωρητής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Σαρματάς — Αναχωρητής από την Αίγυπτο, που τον έσφαξαν οι Σαρακηνοί, σε επιδρομή τους στη Θηβαΐδα (362). Η Αν. Ορθόδοξη Εκκλησία τιμά τη μνήμη του στις 30 Αυγούστου. Αναφέρεται και με το όνομα Σαρμάτιος …   Dictionary of Greek

  • ἀναχωρηταῖς — ἀναχωρητής one who has retired from the world masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναχωρηταί — ἀναχωρητής one who has retired from the world masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναχωρητοῦ — ἀναχωρητής one who has retired from the world masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναχωρητῇ — ἀναχωρητής one who has retired from the world masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναχωρητήν — ἀναχωρητής one who has retired from the world masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναχωρητῶν — ἀναχωρητής one who has retired from the world masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ошьльникъ — ОШЬЛЬНИК|Ъ (23), А с. 1.Отшельник: и поклони колѣнѣ ѡшелникъ. ПрЛ 1282, 77б; бра(т) въшедъ въ мнишьскоѥ житиѥ. и въземъ образъ абиѥ затвори себе гл҃ѧ. ˫ако ошелникъ ѥсмь. (ἀναχωρητής) ПНЧ 1296, 51 об.; Нѣкто когда ѿ ошелникъ въпраша великаго… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”